πλάνο

πλάνο
plan

Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Regardez d'autres dictionnaires:

  • πλάνο — το (λ. γαλλ.) 1. σχέδιο, σχεδιάγραμμα. 2. πρόγραμμα ορισμένο για δράση: Όλη η εργασία γίνεται μέσα στο πλάνο που ορίζει η πολιτεία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • πλάνο — το, Ν 1. σχέδιο, σχεδιάγραμμα 2. πρόγραμμα για ορισμένη δράση 3. λογαριασμός 4. κινημ. όρος με τον οποίο δηλώνεται: α) το τμήμα τής ταινίας στο οποίο αποτυπώνονται εικόνες με ένα μόνον άνοιγμα τού κλείστρου τής μηχανής λήψης και β) η απόσταση τών …   Dictionary of Greek

  • κινηματογράφος — Μέσο έκφρασης και παρουσίασης, το οποίο χρησιμοποιεί την τεχνική της αποτύπωσης ακίνητων εικόνων σε φιλμ και της προβολής τους σε οθόνη, μέσω τεχνικών διαδικασιών, οι οποίες δημιουργούν την ψευδαίσθηση της κίνησης. Τα κύριαφαινόμενα που συντελούν …   Dictionary of Greek

  • ποδηλατόπλανο — το, Ν πτητική διάταξη, ανάλογη με το ανεμοπλάνο, η οποία προωθείται με έλικα ο οποίος κινείται με την ανθρώπινη μυϊκή δύναμη. [ΕΤΥΜΟΛ. < ποδήλατο + πλανο (< πλανώμαι), πρβλ. αερο πλάνο, υδρο πλάνο] …   Dictionary of Greek

  • τορπιλ(λ)οπλάνο — το, Ν (στρ. αεροπ.) τύπος αεροσκάφους οπλισμένου με τορπίλες. [ΕΤΥΜΟΛ. < τορπίλ(λ)η + πλάνο (< πλανώμαι), πρβλ. αερο πλάνο] …   Dictionary of Greek

  • Μεξικό — Κράτος του νότιου τμήματος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τις ΗΠΑ και στα Ν με την Μπελίζ και τη Γουατεμάλα. Βρέχεται στα Δ από τον Ειρηνικό ωκεανό και στα Α από τον κόλπο του Μεξικού.O ποταμός Pίο Γκράντε αντιπροσωπεύει ένα μεγάλο… …   Dictionary of Greek

  • αλιεία — Πλουτοπαραγωγικός πόρος μιας χώρας που προέρχεται από τη συλλογή και την εμπορία ψαριών. Δραστηριότητα του ανθρώπου που αποβλέπει στη θήρα ψαριών και άλλων ειδών που ζουν μέσα στα νερά. Η δραστηριότητα αυτή είναι πανάρχαια –μόνη προγενέστερή της… …   Dictionary of Greek

  • αρχιτεκτονική — Επιστήμη που αναφέρεται στην τέχνη της οικοδομικής και στους διάφορους ρυθμούς της. Ο όρος, στην ευρύτερη έννοιά του, σημαίνει την τεχνική και την επιστήμη της κατασκευής. Όπως δείχνει η ετυμολογία του, ο όρος αρχιτέκτονας προϋπέθετε, ήδη στην… …   Dictionary of Greek

  • γνώση — I Η δυνατότητα να αποδίδουμε σε ένα αντικείμενο τα πραγματικά χαρακτηριστικά του. Το αντικείμενο της γ. μπορεί να είναι ένα ιστορικό γεγονός, ένα συμβάν που μπορεί να επαναληφθεί, μια αφηρημένη έννοια, ένα συναίσθημα, μια αξία κλπ. Αυτό που του… …   Dictionary of Greek

  • κρήτη — I Νησί (8.331 τ. χλμ., 601.131 κάτ.) της νοτιοανατολικής Μεσογείου, σε απόσταση περίπου 100 χλμ. ΝΑ της Πελοποννήσου. Πρόκειται για το μεγαλύτερο σε έκταση νησί της Ελλάδας (δεύτερο είναι η Εύβοια με έκταση 3.658 τ. χλμ.), το πέμπτο της Μεσογείου …   Dictionary of Greek

  • μονοπλάνο — το αεροπλάνο που έχει ένα μόνο επίπεδο πέτασμα, δηλ. μια πτέρυγα δεξιά και μια πτέρυγα αριστερά από την άτρακτο. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. monoplan (< mono < μον[ο] * + plan < planer < πλάνο)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”